ἀνωτάτους

ἀνωτάτους
ἀνώτατος
topmost
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

  • κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… …   Dictionary of Greek

  • κατεπάνω — Βυζαντινό αξίωμα, το οποίο δινόταν σε ανώτατους στρατιωτικούς και πολιτικούς άρχοντες του κράτους. Αναφέρονται οι κ. Παφλαγονίας, κ. Κύπρου, κ. Κάτω Μήδιας κ.ά. Στην οργάνωση των θεμάτων του κράτους, ο κ. αντικατέστησε τον τουρμάρχη της… …   Dictionary of Greek

  • μυστικοσυμβούλιο — το σώμα που συστάθηκε για πρώτη φορά στον μεσαίωνα από ανώτατους υπαλλήλους, οι οποίοι συνεργάζονταν με τον μονάρχη και τού έδιναν τη γνώμη ή τη συμβουλή τους για σημαντικά προβλήματα τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικός + συμβούλιο. Η λ. αποτελεί …   Dictionary of Greek

  • πασάς — Όνομα 2 μικρών ελληνικών νησιών. 1. Νησί που υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Οινουσών της Χίου. 2. Νησί κοντά στη Χαλκίδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκιδέων. * * * ο 1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη βόρεια Αφρική) τιμητικός τίτλος …   Dictionary of Greek

  • πατρίκιος — Επίσκοπος Προύσας, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πολύ μορφωμένος κληρικός και έζησε πιθανόν τον 3o αι. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους πρεσβύτερους Ακάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου. * * * ο, θηλ …   Dictionary of Greek

  • πριμάτος — Τίτλος επισκόπων της παπικής Εκκλησίας. Στην αρχαία εκκλησία της Δύσης ονομάζονταν έτσι οι επίσκοποι που ασκούσαν διοικητικά καθήκοντα σε μεγάλη επαρχία. Αργότερα ο τίτλος δινόταν από τον πάπα της Ρώμης στους αρχιεπισκόπους οι οποίοι ήταν μόνιμοι …   Dictionary of Greek

  • σουφφήτης — και σουφήτης και σουφ(φ)έτης και σουφρήτης, ο, Ν καθένας από τους δύο ανώτατους άρχοντες στις αρχαίες φοινικικές πολιτείες, όπως λ.χ. στην Τύρο και στην Καρχηδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. φοινικ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”